προσανάκλισις

προσανάκλισις
-ίσεως, ἡ, Α [προσανακλίνω]
η ενέργεια τού προσανακλίνομαι, η στήριξη πάνω σε κάτι ή, κατ' άλλους, το μέρος όπου στηρίζεται κανείς («πλατάνιστον... ἔνθ' ἡ Φαίδρου προσανάκλισις ἦν», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσανάκλισις — leaning fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”